- κρεμοκλαδής
- -ές(για δένδρα) αυτός τού οποίου τα κλαδιά κρέμονται προς τα κάτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιληνή — (σιληνή ή κρεμοκλαδής). Μονοετής πόα της οικογένειας των Καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Κρήτη και στις Μεσογειακές χώρες. Έχει βλαστούς χνουδωτούς, κατακείμενους με πυκνές διακλαδώσεις τα κατώτερα φύλλα είναι σπαθοειδώς αντωοειδή, τα … Dictionary of Greek
ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… … Dictionary of Greek
σοφόρα — Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των Ψυχανθών ή Παπιλιονιδών, της τάξης των λεγκουμινωδών (δικοτυλήδονα). Το φυτό αυτό, που έχει ύψος έως 20 μ. και σφαιρική κορυφή, διακρίνεται για τα φτερωτά φύλλα του, με 9 17 φυλλάρια, καθένα, αντίθετα, ακέραια … Dictionary of Greek
αΐλανθος — (ailanthus). Γένος φυτών της οικογένειας των σιμαρουβιδών. Το πιο διαδεδομένο είδος του, ο α. ο αδενώδης, γνωστό με την κοινή ονομασία βρωμόδεντροβρωμούσα (τα φύλλα του όταν τρίβονται αναδίδουν μια δυσάρεστη οσμή), είναι κινεζικής καταγωγής και… … Dictionary of Greek
γενίστα — Θάμνος, της οικογένειας των ψυχανθών, κρεμοκλαδής, άφυλλος (τα μικρά φύλλα του εμφανίζονται μόνο την άνοιξη), ύψους 2 3 μ. Είναι γνωστός και ως εχίνοπας. Τα λεπτά κλαδιά του γεμίζουν κατά τον χειμώνα με πολλά λευκά αρωματικά άνθη. Ο καρπός του… … Dictionary of Greek
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
Σιλεσία — (Slgsk πολωνικά, Slezsko τσεχοσλοβακικά, Schlesien γερμανικά). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Ευρώπης, η οποία υπάγεται τώρα στην Πολωνία, στην οποία ανήκει το μεγαλύτερο τμήμα της, και στην Τσεχοσλοβακία. Σε μεγάλες γραμμές η Σ. αντιστοιχεί στο… … Dictionary of Greek